- μαραθωνομάχος
- οο πολεμιστής που συμμετείχε στη μάχη του Μαραθώνα κατά των Περσών το 490 π.Χ.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Μαραθωνομάχος — one who fought at Marathon masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαραθωνομάχος — ο (Α μαραθωνομάχος και μαραθωνομάχης) 1. πολεμιστής που μετείχε στη μάχη εναντίον τών Περσών στον Μαραθώνα 2. (παροιμιωδώς) γενναίος πολεμιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < Μαραθώνας + μάχος (< μάχομαι)] … Dictionary of Greek
Μαραθωνομάχοι — Μαραθωνομάχος one who fought at Marathon masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μαραθωνομάχοις — Μαραθωνομάχος one who fought at Marathon masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μαραθωνομάχον — Μαραθωνομάχος one who fought at Marathon masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μαραθωνομάχους — Μαραθωνομάχος one who fought at Marathon masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επίζηλος — (5ος αι. π.Χ.). Αθηναίος Μαραθωνομάχος. Ήταν γιος του Κουφαγόρου, τον οποίο οι Αθηναίοι ζωγράφοι απαθανάτισαν, μαζί με άλλους ήρωες, στην Ποικίλη Στοά. Ο Ε. τυφλώθηκε στη μάχη του Μαραθώνα (490 π.Χ.) χωρίς να χτυπηθεί και, όπως διηγείται ο… … Dictionary of Greek
μάχομαι — (ΑM μάχομαι) 1. διεξάγω ή συνάπτω μάχη, κάνω πόλεμο, πολεμώ 2. καταβάλλω έντονες προσπάθειες για να φέρω κάτι σε πέρας, πασχίζω να πετύχω κάτι, αγωνίζομαι με όλες μου τις δυνάμεις να πραγματοποιήσω τους σκοπούς μου, καταβάλλω μεγάλους κόπους ώστε … Dictionary of Greek
μαραθωνομάχης — μαραθωνομάχης, ὁ (Α) βλ. μαραθωνομάχος … Dictionary of Greek
Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην … Dictionary of Greek